PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στο κάτω όροφο
στο κάτω πάτωμα
στο κέφι
στόκολο
στόκος
στο κρεββάτι
Στοκχόλμη
Стокгольм
  1. Стокго́льм
στόλαρχος
Στολή Форма
στολή
форма
  1. униформа
  2. унифо́рма
  3. комбинезо́н
  4. фо́рма
  5. мунди́р
  6. костю́м
  7. ливре́я
  8. обмундирова́ние
  9. наря́д
  10. одея́ние
  11. убо́р
  12. форменная одежда
  13. мундир
  14. наряд
  15. платье
  16. одеяние
  17. одежда
στολή αγγαρείας
στολή εκστρατείας
στολή υπηρετή
στολή υπηρετού
στολιδάκι
στολίδι
украшение
  1. орнамент
  2. прикраса
  3. музыкальный орнамент
  4. декорация
στολίδια
στολίδια μικράς αξίας
στολίζομαι
στολίζω
украшать
  1. украша́ть
  2. одева́ть
  3. облача́ть
στολίζω με γιορτινά
στολίζω με πλεξούδες ή κορδέλες
στολίζω με πούλιες
στολίζω με σιρίτια ή ταινίες ή φούντες
στολίζω με φούντες
στολίζων
στολίζω πάλι
στολίζω φτηνιάρικα
στολίσκος флотилия
στόλισμα
στολισμένος
στολισμένος με λευκάνθεμα
στολισμός
στολισμός ίππου
στολιστής
στο λόγο μου
στόλος
флот
  1. флоти́лия
  2. арма́да
  3. флотилия
  4. военно-морской флот
στομα
στόμα
рот
  1. уста
  2. пасть
  3. уста́
  4. губа
  5. ротовая полость
στομακάκικος
στο μάκρος
στοματικεσ διαταραχεσ
στοματική κοιλότητα
рот
  1. ротовая полость
στοματικη υγεια
στοματικός
ора́льный
  1. ротово́й
  2. устный
στοματικός έρωτας
оральный секс
  1. ора́льный секс
στοματικό σεξ
στοματικοσ ερωτασ
στοματικώς
στοματίτιδα
ελληνικά русский