PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στοματίτις
στοματογλωσσικός
στοματολόγος
στοματοπροσωπικός
στομάχι
желудок
  1. живот
  2. желу́док
  3. живо́т
  4. брю́хо
  5. пу́зо
  6. чре́во
  7. абдомен
  8. брюхо
στομαχι
στομαχικός
στομαχόπονος
колика
  1. боль в животе́
  2. боль в желу́дке
στόμαχος
желудок
  1. желу́док
  2. живот
  3. живо́т
στόμαχος βοός
στόμαχος παιδιού
στόμαχος πτηνού
στο μεταξύ
στόμι
στο μιαλό σου
στομίδα
мундштук
  1. удила
  2. удила́
στόμιο
отверстие
  1. устье
  2. форсу́нка
  3. наса́дка
  4. сопло́
  5. отве́рстие
  6. наконе́чник
  7. у́стье
  8. па́трубок
  9. проход
στόμιο αερίου
στόμιο αναρρόφησης
στόμιο αντλίας
στόμιο εκροής
στόμιο εξαγωγής
στόμιο εξόδου
Στόμιο Λάρισας
στόμιο λίμνης
στόμιο μουσικού οργάνου
στόμιο όπλου
στόμιο όργανου
στόμιο ουρήθρας
στόμιο πλήρωσης
στόμιο ποταμού
στόμιο σωλήνα
στόμιο τροφοδότησης
στόμιο υδροληψίας
στόμιο υδροσωλήνος
στόμιο ψεκασμού
στο μυαλό μου
στόμφος
высокопарность
  1. выспренность
στομφώδης
декламационный
  1. опухший
στομφώδης ρήτορ
στομωμένος тупой
στομωμένος κόκκος
στον
на
  1. при
  2. возле
  3. у
  4. в
στόν
στον έβδομο ουρανό на седьмом не́бе
στον ίδιο τόπο
στον καιρό μας
στον πέμπτο ύπνο
στον τύπο
στο ξενοδοχείο
ελληνικά русский