PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στρείδι
устрица
  1. сердцеви́дка
  2. у́стрица
στρείδια
στρειδόσουπα
στρέμμα
στρεμματικά
στρεμματικός
στρεπτήρας
στρεπτική δύναμη
στρεπτική ροπή моме́нт си́лы
στρεπτοκοκκικός
στρεπτόκοκκος стрептококк
στρεπτομυκίνη
στρες
στρεσ
στρέφομαι
στρέφομαι εναντίον
στρέφομαι προς
στρέφομαι πρός
στρεφόμενη καρέκλα
στρεφόμενος κρίκος
στρέφω
нацеливать
  1. прицеливаться
στρεφω
στρέφω βιαίως
στρέφων
στρέφω προς
στρέφω τα ιστία
στρέψη
στρεψοδικία
στρεψόδικος
στρεψοδικώ
στρηφογυρίζω
στρηφογυρίζω βοΐζων
στρηφογύρισμα
στρήφωμα
στρίβε
στρίβω
щипок
  1. бросать
  2. бросить
στρίβω δεξιά
στρίβω νήμα ή μαλλί πλεξίματος
στρίγγλα
мегера
  1. же́нщина
στρίγγλα, μάγισσα
στριγγλιά
στριγγλίζω
στρίγγλισμα
στρίγκλα
στριγκλιά
визг
  1. скрип
  2. скре́жет
στριγκλίζω
вереща́ть
  1. визжа́ть
στρίγκλισμα
στρίγκος
στρίγλα
στριμμένη
ελληνικά русский