PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στριμμένος
στρίμωγμα
толкотня
  1. давка
  2. толчея
στριμωγμένη
στριμωγμένος
στριμωξίδι
στριμώχνομαι
στριμώχνω
вти́скивать
  1. вти́снуть
  2. впихну́ть
  3. впи́хивать
  4. заваливать
στριμώχνω στη γωνία
στριμωχτός
στρίποδα πριονίσματος
στρίποδο треножник
στριπτίζ стрипти́з
στριπτιζάδικο
στριπτίζεζ
στριπτιζέζ
στριφνός
στριφνότητα
στριφογυρίζομαι
στριφογυρίζω
извива́ться
  1. корчиться
  2. виться
  3. извиваться
  4. изгибаться
  5. крутиться
  6. ползти
  7. ёрзать
  8. биться
  9. юлить
  10. извиться
  11. поёживаться
στριφογύρισμα
στριφογυριστά
στριφτάρι
στριφτό
στριφτός
στρίφωμα
кро́мка
  1. ободо́к
  2. край
  3. кайма́
στριφώνω
στρίψιμο
στρίψιμο νομίσματος
στροβιλίζομαι
στροβιλιζόμενος
στροβιλίζω
στροβιλίζων
Στροβίλισμα, εκτός раскручивание
Στροβίλισμα, εντός закручивание
στροβιλισμός
στροβιλιστής
στροβιλλίζομαι
στροβιλλίζω
στροβιλλισμός
στροβιλοδρόμιο карусе́ль
στροβιλοκινητός
στροβιλομηχανή турби́на
στρόβιλος
турбина
  1. турби́на
στρόβιλος αντίδρασης
στροβιλοφόρος κινητήρας
στροβιλώδης
στροβιλωθήτης
στροβιλωθητής
στροβοσκοπικό φαινόμενο
στροβοσκόπιο
ελληνικά русский