PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
στρωματέξ
στρωματίζω
στρωματισμός
στρωματοειδής φλέβα силл
στρωματόπανο
στρώμα του όζοντος озо́новый слой
στρωματσάδα
στρωματσόπανο
στρωμάτωση
στρώμα χρώματος
στρωμένη επιφάνεια
στρωμένος
στρωμνή
στρώνομαι
στρώνομαι στη δουλειά
στρώνω
расста́вить
  1. расставля́ть
στρώνω δρόμον
στρώνω με άχυρο
στρώνω με πλακάκια
στρώνω με χαλίκι
στρώνω το κρεβάτι
στρώνω το τραπέζι
στρώση
слой
  1. пласт
  2. несушка
  3. укладчик
  4. кладчик
  5. шарь
στρωσίδια
στρώσιμο
στρωτήρας
στρωτή ροή
στρωτός
Στσέτσιν Ще́цин
ΣΤ’ Σταυροφορία
στύβομαι
στύβω
Στύγα Стикс
στυγερό έγκλημα
στυγερός
гну́сный
  1. отврати́тельный
  2. ме́рзкий
στυγερότης
στυγερότητα
στύγιος
στυγνός
στυγνότητα
Στύγος
στυλ
στυλ γραμμής межстрочный интервал
στυλ εκτύπωσης стиль печати
Στυλιανός Γονατάς
Στυλιανός Μαυρομιχάλης
Στυλιανός Μηλιάδης
Στυλιανός Παπαπαναγιώτου
Στυλιανός Παττακός
στυλιάρι
ελληνικά русский