PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συνδέoμαι
Συνδεδεμένες επαφές контакты в сети
συνδεδεμένη χώρα
συνδεδεμένο αντικείμενο связанный объект
συνδεδεμένο κύκλωμα
συνδεδεμένο περιληπτικό περιεχόμενο сводное содержимое
Συνδεδεμένος в сети
συνδεδεμένος свя́зный
συνδεδεμένος εκ κοινού
συνδεδεμένος, η ταυτότητα του χρήστη ελέγχθηκε
συνδεδεμένος χρήστης подключенный пользователь
συνδεμένα εξαρτήματα
συνδέομαι
συνδέομαι διά γάμου
συνδέομαι με γάμο
Σύνδεση подключение
σύνδεση
связь
  1. сою́з
  2. соедине́ние
  3. конта́кт
  4. подключить
  5. компоновка
  6. соединение
  7. соединить
σύνδεση BNC
σύνδεση IEEE 1394 IEEE 1394
σύνδεση OEM ссылка сборщика систем
σύνδεση OLE/DDE
σύνδεση SMTP соединитель SMTP
σύνδεση Web веб-подключение
σύνδεση αστέρα
σύνδεση βάσης δεδομένων подключение базы данных
σύνδεση γείωσης
σύνδεση δέλτα
σύνδεση διαρκείας
σύνδεση δικτύου вход в сеть
σύνδεση δικτύου υπερύθρων
σύνδεση εισόδου
σύνδεση εν ενεργεία проверяемые на активность подключения
σύνδεση εν ώρα λειτουργίας горячая замена
σύνδεση εξόδου
σύνδεση ευρείας ζώνης высокоскоростное подключение
σύνδεση ιμάντα
σύνδεση και ενσωμάτωση αντικειμένων
σύνδεση κατά το χρόνο εκτέλεσης
σύνδεση κρυπτογράφησης привязка с шифрованием
Σύνδεση με εγγραφή связь с записью
σύνδεση με καθυστέρηση
σύνδεση με πόρους
Σύνδεση με προβολέα подключение к проектору
σύνδεση μέσω τηλεφώνου подключение удаленного доступа
σύνδεση μέσω υπερύθρων инфракрасное подключение
σύνδεση ομάδας δρομολόγησης соединитель группы маршрутизации
Σύνδεση πολυμέσων των Windows мультимедиа-центр Windows
σύνδεση στο Internet подключение к Интернету
σύνδεση σχολείου-βιομηχανίας
σύνδεση σχολείου-κοινωνίας
ελληνικά русский