PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
σύνδεση τοποθεσιών
σύνδεση υλικού жесткая связь
σύνδεση υπηρεσίας ανάκτησης δεδομένων подключение службы извлечения данных
σύνδεση υπηρεσίας καταλόγου Active Directory соединитель Active Directory
σύνδεση (χρήστη) войти в систему
συνδεσιμότητα возможность подключения
συνδεσμικός
συνδέσμιοι κατάδικοι
σύνδεσμοι
συνδεσμολογία
σύνδεσμος
гиперссылка
  1. контакт
  2. слия́ние
  3. конта́кт
  4. связно́й
  5. ли́га
  6. союз
  7. объедине́ние
  8. сою́з
  9. соедине́ние
  10. това́рищество
  11. соо́бщество
  12. ассоциа́ция
  13. му́фта
  14. объединение
  15. связка
  16. связь
Σύνδεσμος Αραβικών Κρατών
Лига арабских государств
  1. Арабская Лига
Σύνδεσμος Μετανάστευσης
σύνδεσμος μονοεπίπεδης κίνησης
συνδέσμωση
συνδετήρ
συνδετήρα
συνδετήρας
скре́пка
  1. канцеля́рская скре́пка
  2. канцелярская скрепка
συνδετήρας ηλεκτρικών συρμάτων
συνδετήρ σπασμένου οστού
συνδετήρ τηλεφωνικών συρμάτων
συνδέτης
συνδέτης σωλήνων
συνδετική λέξη
συνδετική ράβδος
συνδετικό καλώδιο
συνδετικό καρφί
συνδετικό ρήμα
ко́пула
  1. глаго́л-свя́зка
  2. свя́зка
συνδετικός
συνδετικός ιστός соедини́тельная ткань
συνδετικός κρίκος
συνδετικότητα
συνδετικό υλικό
συνδετικό χιτώνιο
му́фта
  1. вту́лка
  2. рука́в
  3. стака́н
  4. ги́льза
συνδετός
συνδεύω
συνδέω
соединять
  1. соединя́ть
  2. подсоединя́ть
  3. подсоедини́ть
  4. соедини́ть
  5. объединять
  6. связывать
  7. сочетать
  8. совмещать
  9. связа́ть
  10. свя́зывать
  11. привязать
  12. ассоциировать
  13. составить
συνδεω
συνδέω από κοινού
συνδέω έκδοση με
συνδέω ηλεκτρικά
συνδέω με πείρο
συνδέω με σύρμα
συνδέω με σύρματα
συνδέω με τις άκρες
συνδέω με "χελιδονοουρά
συνδέων
συνδέων με σύρμα
συνδέω ξύλα
συνδέω ομοσπονδιακά
ελληνικά русский