PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
συνταξιδεύω
συνταξιδιώτης
συντάξιμος
συνταξιοδοτηση
συνταξιοδότηση
отста́вка
  1. ухо́д на пе́нсию
συνταξιοδοτικός
συνταξιοδοτούμαι
выходи́ть на пе́нсию
  1. выходи́ть в отста́вку
συνταξιοδοτώ
συνταξιουχοι
συνταξιούχος
пенсионер
  1. пенсионе́рка
  2. пенсионе́р
  3. отставной
συνταξιωδοτούμαι
συνταράζω
συνταρακτικά γεγονότα
συνταρακτικός
συνταράσσω
συντάσσομαι
συντάσσομαι ενάντια
συντασσόμενος
συντάσσω
формули́ровать
  1. формулировать
  2. отредактировать
  3. чинить
  4. изменять
συντάσσω κατάλογο
συντάσσω λίστα
συντάσσω πάλι
συντάσσω συμβόλαιο
συνταυτίζω
συνταύτιση
συνταυτισμός
σύνταχα
συντείνω
σύντεκνος
συντέλεια
συντέλεση
συντελεσμένος
συντελεστής
фа́ктор
  1. коэффицие́нт
συντελεστής αγωγιμότητας
συντελεστής ανάκλασης
συντελεστής αποκατάστασης
συντελεστής απορροφήσεως
συντελεστής αποσβέσεως
συντελεστής ασφάλειας
συντελεστής βιοσυγκέντρωσης
συντελεστής διαμορφώσεως ξηράς
συντελεστής διάτμησης
συντελεστής διαφοροποίησης
συντελεστής διεύθυνσης
накло́н
  1. наклон
  2. отвес
  3. откос
  4. скат
  5. склон
  6. уклон
  7. укос
  8. предрасположение
συντελεστής έλξης
συντελεστής ενίσχυσης
συντελεστής θερμοκρασίας
συντελεστής ισχύος
συντελεστής μεγέθους
συντελεστής μεγέθυνσης
ελληνικά русский