PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανυσματικά γραφικά векторная графика
ανυσματική γραμματοσειρά
контурный шрифт
  1. векторный шрифт
ανυσματικός скалярный тип данных
ανυστεροβουλία
ανυστερόβουλος
Ανύτη
ανυφαντής
ανυφάντρα υφαντουργός
ανυψούμαι
ανυψούμενο άροτρο
ανυψώ
ανυψωμένα ποδαράκια
ανυψωμένος приподнятый
ανυψωμένος δρόμος
ανυψώνω
подня́ть
  1. поднима́ть
  2. очищать
  3. поднимать
ανύψωση
подъем
  1. подъём
  2. восхождение
ανυψωση και χειρισμοσ
Ανύψωση Μουτσουάρ
ανυψωτήρ
ανυψωτήρας
ανυψωτήρας πραγμάτων
ανυψωτήρ βάρων
ανυψωτής
ανυψωτικά μηχανήματα
ανυψωτική αλυσίδα
ανυψωτική δεξαμενή
ανυψωτική τροχαλία
ανυψωτικό κτύπημα
ανυψωτικό μηχάνημα
ανυψωτικός
ανυψωτικός εξοπλισμός
ανυψωτικό τρίποδο ловушка
άνω высший
Άνω Norrland
Άνω Αδίγη
άνω αναπνευστική οδός
άνω απόκλιση
Άνω Βαυαρία Верхняя Бавария
ανώγειο πάτωμα
Άνω Γερμανικά Ελβετίας швейцарский верхненемецкий
ανώγι
άνω γνάθος верхняя че́люсть
Άνω Διακοπτό Αχαΐας
ανώδυνα
ανώδυνο
ανώδυνος
безболезненный
  1. безбольный
ανώδυνος θάνατος
άνω εισαγωγή
άνωθεν
ανώθηση
ελληνικά русский