PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
άνωση
выталкивающая си́ла
  1. подъёмная си́ла
άνω σιγά
Άνω Σορβιανικά
άνω στιγμή точка с запятой
ανώτατη
высшее
  1. высший
  2. высшая
ανώτατη αρχή верховная власть
ανώτατη διοίκηση
ανώτατη εκπαίδευση
ανώτατη επίδοση реко́рд
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών
ανώτατο
высшее
  1. высший
  2. высшая
  3. максимум
ανώτατο δικαστήριο верхо́вный суд
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
ανώτατο όριο
ма́ксимум
  1. потолок
ανώτατο όριο δασμού
ανώτατο όριο τιμών
ανωτατος
ανώτατος
высший
  1. высшее
  2. высшая
  3. максима́льный
  4. вы́сший
  5. высоча́йший
  6. верхо́вный
  7. наивы́сший
  8. основной
  9. патрон
  10. расцвет
  11. самый верхний
  12. первостепенный
ανώτατος άρχοντας суверенный
ανώτατος έπαινος превосходный
ανώτατος όρος
ανώτατος ρυθμός κελιών (PCR) скорость PCR
ανώτατος συγκέντρωση Генеральная ассамблея
ανώτατο σημείο
ανώτατο ύψος
άνω τελεία
точка с запятой
  1. то́чка с запято́й
  2. двоеточие
ανωτέρα βία
форс-мажор
  1. форс-мажо́р
ανώτερα μαθηματικά
ανώτερη ατμόσφαιρα
ανώτερη βία
ανώτερη επιφάνεια
ανώτερη πνευματική διαδικασία
ανώτερης τάξης старший
ανώτερη σχολή
ανώτερη τάξη
ανώτερο αυλάκι
ανώτερο δικαστήριο суд права справедливости
ανώτερο επίπεδο
ανωτερος
ανώτερος
высший
  1. продви́нутый
  2. передово́й
  3. ста́рший
  4. вы́сший
  5. вышестоя́щий
  6. старший
  7. замечательный
ανώτερος αναγκάζω главные силы
ανώτερος αξιωματικός
ανώτερος βρετανία великобритания
ανώτερος διοικητικός υπάλληλος
ανώτερος κρατικός λειτουργός функционер
ανώτερος λειτουργός исполнительный
ανώτερος ρόλος συντάκτη роль автора с дополнительными правами
ανώτερος σε βαθμό
ανώτερος υπάλληλος
ανώτερο στέλεχος
ελληνικά русский