PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ανωθώ
άνω και κάτω τελεία двоето́чие
άνω κατάστρωμα
άνω κάτω
кувырко́м
  1. вверх ногами
άνω-κάτω
άνω κάτω τελεία
ανωκυκλώνω
Άνω Λεχώνια Μαγνησίας
Άνω Λιόσια
ανώμαλα
ανώμαλα ρήματα
ανώμαλη κατάσταση
ανωμαλία
аномалия
  1. анома́лия
  2. ненорма́льность
  3. сингуля́рность
  4. нерегулярность
  5. неправильность
ανωμαλία επιφάνειας
ανώμαλο ρήμα непра́вильный глаго́л
ανώμαλος
непра́вильный
  1. чуда́к
  2. извраще́нец
  3. перве́рт
  4. пе́рверт
  5. неровный
  6. поврежденный
  7. вырождающийся
  8. ухабистый
ανώμαλος άνθρωπος
ανώμαλος διαιρέτης
ανώμαλος δρόμος
ανώμαλο του έδαφους
ανωμαλώς
άνω μανδύας
ανωμέρεια
άνω μέρος
άνω μήτρα
Άνω Νευροκόπι
Άνω Νορμανδία
ανώνυμα
ανώνυμη αρτηρία
ανώνυμη διοχέτευση
ανώνυμη εταιρεία акционерное общество
ανώνυμη εταιρία акционерное общество
ανώνυμη ρέπλικα
ανώνυμη σύνδεση анонимная привязка
ανώνυμη φλέβα
ανωνυμία
анонимность
  1. анони́мность
ανώνυμο FTP
ανώνυμο ερωτικό γράμμα
ανώνυμος
анонимный
  1. безымянный
  2. анони́мный
  3. безымя́нный
  4. неупомянутый
ανώνυμος έλεγχος ταυτότητας FTP анонимная проверка подлинности FTP
ανώνυμος εταιρεία
ανώνυμος χρήστης анонимный пользователь
άνω οδοντικό νεύρο
άνω όριο
Άνω Παλατινάτο Верхний Пфальц
ανωπία
άνω πλευρά κατεβάζω вверх дном
Άνω Πορόια Σερρών
ανώριμος
зелёный
  1. незрелый
  2. неспелый
  3. неопытный
  4. подросток
  5. молодая
ανωριμότητα неопытность
ελληνικά русский