PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπαλληλικό προσωπικό γραφείου
υπαλληλικός канцеля́рский
υπαλληλίσκος
υπάλληλοι
υπάλληλοι γραφείων
υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών
υπαλληλοκρατία
υπάλληλος
чиновник
  1. слу́жащий
  2. сотру́дник
  3. сотру́дница
  4. слу́жащая
  5. рабо́тница
  6. рабо́тник
  7. работник
  8. рабочий
  9. служащий
  10. сотрудница
υπάλληλος γραφείου
υπάλληλος διεθνούς οργανισμού
υπάλληλος διώξεως λαθρεμπορίου
υπάλληλος (ΕΕ)
υπάλληλος εισιτήριων
υπάλληλος μαγαζιού
υπάλληλος σαπουνάδικο
υπαναξιωματικός
υπανάπτυκτες χώρες
υπανάπτυκτος
отста́лый
  1. неразвитый
  2. слаборазвитый
  3. неразвит
υπανάπτυξη
υπαναχώρηση
υπαναχωρώ
отрицать
  1. отрекаться
  2. отказываться
  3. торжественно
  4. клятвенно
  5. отречься
υπανδρεία
υπανδρεύομαι
υπανδρεύω
υπάνθρωπος
υπαξιωματικός
унтер-офицер
  1. у́нтер-офице́р
υπαξιωματικός του ναυτικού
υπαξιωματικού
Υπαπαντή
сре́тение
  1. Сре́тение Госпо́дне
ύπαρ
печёнка
  1. печень
υπαρκτικός
υπαρκτό προϊόν
υπαρκτός
настоя́щий
  1. существу́ющий
υπάρξει существовать
ύπαρξη
существование
  1. существова́ние
  2. бытие́
ύπαρξη διαθήκης
υπαρξιακή
экзистенциальная
  1. экзистенциальное
  2. экзистенциальные
  3. экзистенциальный
υπαρξιακό
экзистенциальная
  1. экзистенциальное
  2. экзистенциальные
  3. экзистенциальный
υπαρξιακός
экзистенциальный
  1. экзистенциальная
  2. экзистенциальное
  3. экзистенциальные
  4. эмпирический
  5. реальности
υπαρξισμός
экзистенциали́зм
  1. экзистенциализм
υπαρξιστής
υπαρξιστικός
экзистенциальный
  1. эмпирический
  2. реальности
υπάρχει
есть
  1. иметься
υπαρχει
υπαρχηγός
помо́щник
  1. замести́тель
υπαρχιπυροσβέστης
υπάρχοντα
ύπαρχος помо́щник капита́на
υπάρχουν
есть
  1. име́ются
υπάρχουνε
есть
  1. име́ются
ελληνικά русский