PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπoτάξη Reptantia
υπαγμένος
υπάγομαι
υπαγόμενος
υπαγορεύομαι
υπαγόρευση
υπαγορεύω
υπάγω
включа́ть в какую-л. категорию
  1. включать в какую-л. категорию
υπαγωγή
υπαγωγή εις πειθαρχία
υπαγωγή υπό σοσιαλισμό
υπάγω και μεταφέρω
υπαδρεύσιμο
υπαίθρια γιορτή
υπαίθρια εξόρυξη открытые горные разработки
υπαίθρια πισίνα
υπαίθριες δραστηριότητες
υπαίθριο
υπαίθριο καταφύγιο
υπαίθριο πάρτι
пикник
  1. маевка
υπαίθριος на открытом воздухе
υπαίθριος πά
υπαίθριος πάγκος
υπαίθριο σπορ
ύπαιθρο
деревня
  1. сельский район
ύπαιθρον деревня
υπαιθρος
ύπαιθρος
равни́на
  1. село́
  2. дере́вня
  3. прови́нция
  4. село
  5. деревня
  6. поле
  7. поляна
  8. участок
  9. пятачок
υπαινιγμός
намёк
  1. аллю́зия
  2. аллюзия
υπαινιγμός εναντίον κάποιου
υπαινικτικά
υπαινικτικός
υπαινικτικότης
υπαινικτικότητα
υπαινίσομαι
υπαινίσσομαι
догадываться
  1. предположить
  2. намека́ть
  3. намекну́ть
  4. догадаться
  5. предполагать
υπαινισσόμενος
υπαιρβαίνω
υπαίτιος
υπαιτιότητα
υπακοή
послушание
  1. послуша́ние
  2. подчине́ние
  3. повинове́ние
  4. поко́рность
  5. повиновение
  6. подчинение
  7. послушность
υπάκουα
υπακούοντας
υπάκουος
послу́шный
  1. поко́рный
  2. покорен
  3. послушный
  4. послушен
υπακουος
υπακουω
υπακούω
подчиняться
  1. повиноваться
  2. слушаться
  3. подчиниться
υπακούων
υπακτικό слаби́тельное
υπακτικός
слаби́тельный
  1. слабительный
ελληνικά русский