PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπάρχω
существовать
  1. име́ться
  2. существова́ть
  3. бывать
  4. быть
  5. кормиться
  6. жить
  7. уцелеть
  8. прокормить
  9. состоять
  10. находиться
  11. просуществовать
υπαρχω
υπάρχω εν αφθονία
υπάρχων
сохранившийся
  1. сохрани́вшийся
  2. бытующий
υπασβεστιαιμία
υπασπιστεία
υπασπιστής адъютант
υπασπιστής στρατηγού
υπαστυνόμος
υπασφάλεια
Υπατία Гипатия
υπατικός
υπ’ ατμόν
ύπατος
ύπατος αρμοστής
Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα
ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
υπ’ αυτό
υπεβάλλω
переиграть
  1. переигрывать
υπεγγυότητα
υπεγειρώ
υπεδαφικό ύδωρ
υπεδάφιος
υπέδαφος подпочва
υπεζωκώς
пле́вра
  1. плевра
ΥΠΕΘΑ
υπεθρο
υπείκω
υπεισέρχομαι
υπεκμισθώνω субаренда
υπεκμίσθωση
υπεκμισθωτής
υπεκφεύγω
υπεκφεύγων
υπεκφυγή
ухищре́ние
  1. уло́вка
υπενθυμίζομαι
υπενθυμίζω
вспоминать
  1. напоминать
  2. напомнить
υπενθυμίζων
υπενθύμιση
υπενοικιάζω
υπενοικιάζων εις άλλο
υπενοικίαση
υπενοικιαστής
υπενοικιάστρια
υπεξαιρεμένος
υπεξαίρεση
казнокрадство
  1. прикарманивания
  2. растрата
  3. хищение
υπεξαιρώ растратить
υπεξούσιος
подданный
  1. по́дданный
υπεξουσιότητα
υπέρ
превосхо́дный
  1. потря́сный
  2. кла́ссный
ελληνικά русский