PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
υπουργός της δικαιοσύνης
υπουργόσ министр
υποφαινόμενος
υπόφαιος
υποφάκελος
υποφέρει
υπο-φέρουσα χρώματος
υποφερτά
υποφερτό
υποφερτός
υποφερτώς
υποφέρω
страда́ть
  1. боле́ть
  2. му́чаться
υποφερω
υποφέρω από άσθμα у меня́ а́стма
υποφέρω από σακχαρώδη διαβήτη у меня́ диабе́т
υποφέρων
υποφέρων από αϋπνία
υποφέρω τα πάνδεινα
υπόφυλο
υπόφυλο Pentastomida
υποφύλο Κεφαλοχορδωτά
υποφύλο Ουροχορδωτά
υποφύλο Σπονδυλωτά
υπόφυση
υποφωσφορικός
υποχάλινος
υποχείριο
пе́шка
  1. прибор
  2. средство
  3. аппарат
  4. инструмент
υποχείριος
υποχθόνιος
υποχλωριούχος υδράργυρος
υποχλωριώδες οξύ
υπόχομαι
υποχονδρία
ипохо́ндрия
  1. ипохондрия
υποχονδρια
υποχονδριακ ός
υποχονδριακός
ипохондрик
  1. ипохондрический
υποχόνδριο
υποχόνδριος
ипохондрический
  1. ипохо́ндрик
υπόχρεος
подлежащий
  1. подверж
υποχρεούμαι
υποχρεωμένος
υποχρεώνομαι
υποχρεώνω заставлять
υποχρεώνων
υποχρεώσεις
υποχρεώσεις του πολίτη
υποχρέωση
долг
  1. обязанность
  2. обяза́тельство
  3. обя́занность
  4. принудительное применение
υποχρέωση διατροφής
υποχρέωση επισήμανσης
υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού
ελληνικά русский