PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
ύστατο χαίρε
υστερα
ύστερα
потом
  1. затем
  2. после
  3. по́сле
  4. пото́м
  5. по́зже
  6. с тех пор
  7. ужо
  8. впоследствии
  9. после этого
  10. позже
  11. впредь
ύστερα από
υστερεκτομή гистерэктомия
Ύστερη Αρχαιότητα
υστέρηση заде́ржка
υστερία
истерия
  1. истери́я
  2. истерика
υστερικά
υστερική κρίση истерика
υστερικό истерический
υστερικός
истеричный
  1. истери́ческий
  2. истеричен
  3. истерический
υστερινή γνώση
υστερισμός
υστερο-
пост-
  1. после-
ύστερο
после́д
  1. де́тское ме́сто
υστεροβουλία
υστερόβουλος
υστεροβυζαντινός
υστερόγραφο постскри́птум
υστερόλαμπη
ύστερος
υστερότερα
υστερότερος
υστερότης
υστερότητα
υστερότοκος
υστεροτομία
υστέρου
υστεροφημία
υστεροφύσημα
υστερόχρονος
υστερώ
ύτανο
ύτριο иттрий
υτροπιάζω
закоченеть
  1. коченеть
  2. взволновать
  3. смущать
υττέρβιο
иттербий
  1. итте́рбий
υττερβίο
υττερβιο иттербий
υττριο
ύττριο
иттрий
  1. и́ттрий
υφάδι уто́к
υφαίνομαι
υφαίνω
ткать
  1. сотка́ть
  2. плести́
  3. сплести́
υφαινω
υφαίνω διαγωνίως
υφαίρεση
υφαιστιακός τόφος
υφάκι
ύφαλα
ελληνικά русский