PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αδαμάντινος
Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος
Αδαμάντιος Κοραής Адамантиос Кораис
αδαμαντοπωλείο
αδαμαντορυχείο
αδαμαντορύχος
αδαμαντουργός
αδάμας
алмаз
  1. твердый
αδάμαστος неукротимый
αδαμαστώς
Αδάμ Αφζέλιους
αδαμιαία περιβολή
костю́м Ада́ма
  1. костю́м Е́вы
  2. в чём мать родила́
αδαμίτης
Αδάμ και Εύα Адам и Ева
Άδανα Адана
Αδανσονία
αδάπανος недорогой
αδασκάλευτος
αδασμολόγητα εμπορεύματα беспошлинный
αδασμολόγητος беспо́шлинный
αδδάν
Άδεια
άδεια
лицензия
  1. разреше́ние
  2. позволе́ние
  3. удостовере́ние
  4. лице́нзия
  5. побы́вка
  6. о́тпуск
  7. концессия
  8. разрешение
  9. левый
  10. отпуск
  11. полномочие
  12. проходить
  13. разрешать
  14. праздничный
  15. позволение
  16. согласие
  17. санкция
  18. санкционирование
  19. дозволение
Άδεια OEM System Builder της Microsoft лицензия Microsoft для сборщика систем
άδεια uplink родительская лицензия
άδεια αβοήθητος оставить в покое
άδεια ακάλυπτος
άδεια ακολουθούμαι από прощание
άδεια αλιείας
άδεια αλλού скончаться
άδεια αναμμένος передавать
άδεια άνευ αποδοχών
άδεια από перестать делать
άδεια/αποδοχή
дозволение
  1. санкция
  2. разрешение
  3. позволение
  4. санкционирование
  5. согласие
άδεια/αποδοχή/έγκριση/συγκατάθεση/σύμφωνη γνώμη
дозволение
  1. согласие
  2. санкция
  3. разрешение
  4. позволение
  5. санкционирование
άδεια απόπλου
άδεια απουσίας
άδεια γάμου
άδεια για κοινωνικούς λόγους
άδεια για πολιτικούς λόγους
άδεια δημοσίευσης
άδεια διαμονής
άδεια δόμησης
άδεια εγκυμοσύνης декре́тный о́тпуск
άδεια εισαγωγής
άδεια εισόδου
принятие
  1. доступ
άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας
άδεια εκτυπώσεως
Άδεια Ελεύθερης Τεκμηρίωσης GNU GNU FDL
άδεια εμπορίας
ελληνικά русский