PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
άδεια εξαγωγής
άδεια εξαγωγών
άδεια επαγγελματικής κατάρτισης
άδεια εργασίας
разреше́ние на рабо́ту
  1. РНР
αδειάζω
опорожни́ть
  1. опорожня́ть
  2. опустоша́ть
  3. опустоши́ть
  4. покидать
  5. пустой
  6. уплата
  7. вертеть
  8. исчерпывать
  9. истощать
αδειαζω
αδειάζω ακάλυπτος выезд
αδειάζω αλλού прогонять
αδειάζω ανακριτού поднимать вверх
αδειάζω αναμμένος
зайти
  1. открыть
αδειάζω από выключить
αδειάζω από νερό шлюз
αδειάζω κατεβάζω убавлять
αδειάζω μερικά
αδειάζω πέρα пирог с начинкой
αδειάζω τη γωνιά ясный
αδειάζω τις βαλίτσες распаковывать
άδεια κατασχέσεως
άδεια κυκλοφορίας
άδεια κυνηγίου
άδεια κυνηγιού
άδεια κυνηγίου/κυνηγετική άδεια
άδεια μετ’ αποδοχών
άδεια μεταφοράς
άδεια μητρότητας декре́тный о́тпуск
άδεια να αποσυρθεί увольнение
άδεια ναυσιπλοΐας
αδειανός
пустой
  1. свободный
άδεια οδηγήσεως водительское удостоверение
άδεια οδήγησης
права́
  1. води́тельские права́
  2. води́тельское удостовере́ние
  3. водительское удостоверение
  4. водительские права
άδεια οπλοφορίας
άδεια παραμονής
ВНЖ
  1. вид на жи́тельство
  2. ПМЖ
  3. пропи́ска
άδεια πατρότητας
άδεια πέρα упустить
άδεια πίσω
άδεια πρόσβασης πελάτη клиентская лицензия
άδεια πώλησης
άδεια ρίζας
άδειασμα опорожнение
άδεια σύμπραξης
Άδεια Χρήσης лицензия
άδεια χρήσης
άδεια χρήσης OEM лицензия Microsoft для сборщика систем (OEM System Builder)
Άδεια χρήσης OEM System Builder της Microsoft лицензия Microsoft для сборщика систем
Άδεια Χρήσης Τελικού Χρήστη сертификат пользователя
αδειοδοτώ
άδειο δοχείο
άδειος
пусто́й
  1. поро́жний
  2. пустой
  3. шишка
αδειος
αδειούχος
ελληνικά русский