PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
αειφόρος
αειφόρος ανάπτυξη
αειφόρου ανάπτυξη устойчивое развитие
άει χάσου
пошла́ во́н
  1. прова́ливай
  2. убира́йся
  3. отвали́
  4. исче́зни
  5. пошёл во́н
  6. кати́сь
Α.Ε. Κιτίου Λάρνακας
Α.Ε. Λάρισα
Άελλα Аэлло
αέλλα шквал
αέναα
αέναο
αέναος
постоя́нный
  1. круглогоди́чный
  2. ве́чный
  3. неувядаемый
αενάως
Α.Ε.Π.
ΑΕΠ
ВВП
  1. валово́й вну́тренний проду́кт
  2. валовый внутренний продукт
  3. валовой внутренний продукт
ΑΕ Πανιώνιος Αχιλλέας Αγυιά
Α.Ε. Πολύκαστρο
Α.Ε.Π. Ολυμπιάς
αεράγημα
αεραγήματα
αεραγωγός
вентиляционный канал
  1. ша́хта
  2. вентилятор
  3. изливать
  4. ядовитый зуб
αεραγωγός εισαγωγής
αεραγωγός ορυχείου луч
αεραγωγός σωλήνας
αεραέριο
αεράκι
спор
  1. бриз
  2. накидка
αεράμικτοι κινητήρες
αεράμυνα
αεραντλία насос
αεραντλία ακάλυπτος выкачивать
αεραντλία ανακριτού накачивать
αέρας
воздух
  1. ветер
  2. деловая репута́ция
  3. во́здух
  4. пове́трие
  5. вид
  6. присутствие
  7. ранить
  8. туман
  9. чуять
  10. эфир
  11. атмосфера
αερας
αέρας αλεξήνεμο
αέρας ανακριτού наматывать
αέρας αναπνοής
αέρας από разматываться
αέρας από άποψη
αέρας δωματίου
αέρας εδάφους
αέρας εκκινήσεως
αέρας εκχύσεως
αέρας ελκυσμού
αέρας εξαγωγής
αέρας εργασίας
αέρας καύσεως
αέρας τησ θάλασσας озон
αερασ
αεράτος свежий
αερβαλβίδα
αερβαλβίδα εκκινήσεως μηχανών
ελληνικά русский