PanLex

ελληνικά Vocabulary

132720 entries from 106 sources
10 additional sources obtained by PanLex and waiting to be analyzed,
containing at least 14037628 entries in this language.
άεργο ρεύμα
άεργος
лентяй
  1. безработный
άεργος χαρακτήρας
άεργο φορτίο
αέρια
αεριαγωγός газопровод
αέρια ενανθράκωση
αέρια κατάσταση
αέρια του στομάχου
αερίζομαι
пукнуть
  1. пердеть
  2. пукать
αερίζω
проветривать
  1. овевать
  2. обдувать
  3. вентилировать
  4. газировать
  5. провеивать
  6. проветрить
  7. выветрить
  8. провентилировать
  9. выветривать
αερίζω αβαρής окно над дверью
αερικό
пи́кси
  1. фе́я
  2. эльф
αερικό θερμόμετρο
αέρινος
воздушный
  1. эфирный
  2. чрезмерно утонченный
αέριο
газ
  1. ве́тер
  2. отравленный газами
  3. отравлять газом
αέριο αεριόρευμα газовый рожок
αέριο αίθουσα душегубка
αέριο αναρρόφησης
αέριο ανθρακασβεστίου
αέριο αποκρύπτω противогаз
αέριο αρπάζω болтун
αέριο δακτυλίδι газовая горелка
αέριο διηλεκτρικό
αεριοθούμενο αεροπλάνο
αέριο καυστήρας αερίου газовая горелка
αεριολογία
аэрология
  1. аэроло́гия
αεριόμετρο
αεριόμορφος
αέριο μουστάρδας горчичный газ
αέριον
αεριοποίηση газификация
αεριοποίηση του άνθρακα
αεριοποιούμαι
испаряться
  1. превращать в газ
αεριοποιώ
превраща́ть в газ
  1. газифици́ровать
αέριο που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου
αέριο προστασίας
αεριοπροώθηση
αεριόρευμα струя
αεριόρευμα μαύρο черный как смоль
αέριος газовый
αέριος ρύπος
αεριοστρόβιλος турбина
αεριοσυλλέκτης
αέριο του γέλιου
αέριο του θερμοκηπίου
парниковый газ
  1. парнико́вый газ
αεριούχα ποτά недра
αεριούχο ποτό
αεριούχος
шипу́чий
  1. игри́стый
  2. газиро́ванный
  3. проворный
αεριοφράκτης
ελληνικά русский